- ξιμενία
- (ximenia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ολακακιδών με 5 είδη, που ζουν στα τροπικά και παρατροπικά κλίματα. Είναι δεντρύλλιο ή θάμνος με αγκαθωτές διακλαδώσεις και φύλλα επαλλάσσοντα, συνήθως κατά δέσμες. Έχει κίτρινα άνθη, μικρό κάλυκα και ωοθήκη τρίχωρη με 3 σπερματοβλάστες. Ο καρπός έχει μέγεθος δαμάσκηνου, με σάρκα γλυκειά και εύοσμη.
* * *ηβοτ. γένος φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ximenia, από το όνομα τού Francisco Ximenez, Ισπανού ιεραποστόλου στη Γουατεμάλα].
Dictionary of Greek. 2013.